Οι περιοριστικές μας πεποιθήσεις καθορίζουν τις εμπειρίες στη ζωή μας

Εκείνο που αποκαλούμε περιοριστική πεποίθηση είναι οι πληροφορίες και τα συναισθήματα τα οποία έχουν αποθηκευτεί στο υποσυνείδητο μας, δεν έχουν επεξεργαστεί και είναι βασισμένα στην ιστορία που λέμε στον εαυτό μας για το τι συμβαίνει την δεδομένη στιγμή και το τι σημαίνει για εμάς, αυτό στην ουσία δημιουργεί την εμπειρία μας.

Για παράδειγμα, εάν έχουμε δυσκολία στην εκτέλεση μιας εργασίας και την αναβάλλουμε, μπορεί υποσυνείδητα να αποφεύγουμε την ολοκλήρωση της εργασίας γιατί εσωτερικά λέμε στον εαυτό μας πως, “δεν είμαι καλός/ή σε αυτό”, “θα αποτύχω”, “δεν είμαι έξυπνος/η”, “αν καταφέρω να το κάνω αυτό τότε θα σημαίνει πως θα πρέπει να αναλάβω περισσότερη ευθύνη και αυτό με τρομάζει γιατί νιώθω πως δεν θα τα καταφέρω” κ.λπ. Αυτές είναι πεποιθήσεις που προγραμματίζουν στη συνέχεια τη συμπεριφορά και τις ενέργειες μας – ακόμα και όταν δεν το συνειδητοποιούμε – καθώς είναι οδηγούμενες από το υποσυνείδητο μας.

Οι περισσότερες από τις περιοριστικές πεποιθήσεις δημιουργήθηκαν στην παιδική μας ηλικία, συνήθως από τα 0-8 καθώς εκείνο ήταν το χρονικό διάστημα που το υποσυνείδητο μας έθεσε τις βάσεις του, ανάλογα με τις ερμηνείες που δώσαμε στις εμπειρίες που είχαμε σε εκείνες τις ηλικίες. Στο παραπάνω παράδειγμα της αναβολής της εργασίας, μπορεί να έχουμε δημιουργήσει αυτές τις ερμηνείες για τις ικανότητές μας, όταν ήμασταν στο σχολείο σε μια νεαρή ηλικία και ένας εκπαιδευτικός έκανε σχολιασμούς για την απόδοσή μας ή ένας γονέας μας σύγκρινε με τον/την αδελφό/’η μας, λέγοντάς μας “Δες πόσο καλά τα πάει στο σχολείο η αδερφή σου”. Έτσι συμπεράναμε ότι “αυτό που μου λένε σημαίνει ότι δεν είμαι αρκετά καλός/ή, έξυπνος/η ή ικανός/η.” Έτσι λοιπόν δημιουργείται η ιστορία που παίζει συνεχόμενα υποσυνείδητα και προκύπτει σε καταστάσεις που σχετίζονται με αυτό το θέμα. Για παράδειγμα όταν νιώθουμε άγχος και αναβάλουμε την δουλειά που πρέπει να κάνουμε ή προετοιμαζόμαστε για ένα τεστ κ.λπ.

Οι περιοριστικές πεποιθήσεις επηρεάζουν όλους τους τομείς της ζωής μας, προσωπικά και επαγγελματικά. Στον τομέα τον σχέσεων μπορεί κάποιος να έχει την περιοριστική πεποίθηση ότι “Κανείς δεν παραμένει μαζί μου, ο σύντροφος μου θα με εγκαταλείψει” και επομένως προσπαθεί να κρατηθεί σφιχτά από τις σχέσεις του με το φόβο ότι μπορεί να τις χάσει, πράγμα το οποίο επηρεάζει τη συμπεριφορά του προς τους άλλους.

Αυτή η πεποίθηση πιθανότατα διαμορφώθηκε στα πρώτα χρόνια της ζωής του ατόμου όπου για παράδειγμα ίσως ένας γονιός έφυγε από την οικογένεια – ή απομακρύνθηκε συναισθηματικά, – και ας ήταν εκεί σωματικά – και δεν ικανοποιούσε τις συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού με αποτέλεσμα αυτές οι καταστάσεις να ερμηνεύτηκαν ως απόρριψη στο υποσυνείδητο του. Έτσι ως ενήλικας τώρα, προσπαθεί να κάνει τα πάντα για να αποφύγει το να νιώσει αυτή την αίσθηση της απόρριψης που είναι συνδεδεμένη με την πεποίθηση ότι «οι άνθρωποι στη ζωή μου με αφήνουν γιατί δεν είμαι αρκετά καλός/ή».

Σε μια άλλη περίπτωση, μπορεί κάποιος να νιώθει ότι δεν είναι ασφαλές να είναι ο εαυτός του ελεύθερα και έτσι ακούει μόνο το ότι λένε οι άλλοι ή τι συμβουλές του δίνουν για το πως θα έπρεπε να είναι και τι θα πρέπει να κάνει, καθώς έχει αυτές τις περιοριστικές πεποιθήσεις γύρω από την ελευθερία του να είναι ο εαυτός του.

Έτσι καταλήγει στο να νιώθει δυσαρεστημένος καθώς κάνει επιλογές που δεν είναι απαραίτητα συντονισμένες με το άτομο προσωπικά. Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι εργάζονται σε ρόλους που δεν τους αρέσουν πραγματικά μόνο και μόνο επειδή έχουνε την πεποίθηση ότι αυτό πρέπει να κάνουν και πως αυτό είναι το σωστό επαγγελματικό βήμα με βάση το τι άλλοι τους λένε να κάνουν.

Ένας τρόπος για να εντοπίσουμε τις περιοριστικές πεποιθήσεις που μπορεί να έχουμε, είναι να δούμε πότε βρισκόμαστε σε επαναλαμβανόμενες καταστάσεις στις οποίες παρατηρούμε ότι ενεργοποιούμαστε κάθε φορά με τον ίδιο τρόπο.

Για παράδειγμα, νιώθουμε συχνά θυμό η είμαστε βαθιά πληγωμένοι όταν ένας άνθρωπος δεν μας δίνει την προσοχή που θέλουμε. Αυτό μας καθρεφτίζει μια πεποίθηση που μας οδηγεί στο να έχουμε την ίδια επαναλαμβανόμενη εμπειρία. Σε αυτή την περίπτωση μπορεί να είναι η πεποίθηση ότι «Δεν μου δίνουν σημασία, δεν είμαι σημαντικός, με απορρίπτουν».

Ή σε ένα άλλο παράδειγμα αν παρατηρούμε πως νιώθουμε έντονο φόβο στην ιδέα του να μιλήσουμε ανοιχτά γι’ αυτό που σκεφτόμαστε και προτιμούμε να κρυφτούμε και να το αποφύγουμε, αυτό δείχνει μια περιοριστική πεποίθηση που μπορεί να είναι «Δεν είναι ασφαλές να είμαι ο εαυτός μου».

Όταν βλέπουμε την συχνή επανάληψη κάποιων περιπτώσεων στην ζωή μας στις οποίες νιώθουμε πως βιώνουμε τα ίδια συναισθήματα κάθε φορά, αυτό μας δείχνει το που υπάρχει μία περιοριστική πεποίθηση, ένας προγραμματισμός που καθοδηγεί στην ουσία αυτές τις εμπειρίες που βιώνουμε. Επίσης μπορούμε και να παρατηρήσουμε τον τρόπο που μιλάμε στον εαυτό μας γύρω από ένα θέμα όπου βλέπουμε πως αποτρέπουμε τον εαυτό μας από το να κάνει κάτι όταν το θέλουμε πραγματικά, αλλά νιώθουμε μεγάλη αντίσταση σαν κάτι να μας σταματάει.

Καθώς οι περισσότερες περιοριστικές πεποιθήσεις δημιουργήθηκαν κατά την παιδική μας ηλικία, μπορούμε πλέον ως ενήλικες να βοηθήσουμε αυτά τα κομμάτια μέσα μας που κρατάνε εκείνους τους προγραμματισμούς και να τα υποστηρίξουμε για να επεξεργαστούν και να απελευθερώσουν τα αποθηκευμένα συναισθήματα αλλά και να ανανεώσουν τις πληροφορίες αυτές έτσι ώστε να δημιουργηθεί καινούργιος χώρος μέσα μας για εξέλιξη και βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό μας αλλά και με τους ανθρώπους γύρω μας.